- ταμπόν
- το, Ν1. βύσμα από χαρτί ή άλλο υλικό, τάπα2. συσκευή από ξύλο ή μέταλλο εφοδιασμένη με απορροφητικό χαρτί για το στέγνωμα τού μελανιού νωπών χειρογράφων, το στουπωτήρι3. ορθογώνιο αβαθές κουτί με χοντρό ύφασμα ποτισμένο με ειδική μελάνη που χρησιμεύει για το μελάνωμα τών σφραγίδων4. ιατρ. α) έμφραξη τραυματικής ή φυσιολογικής κοιλότητας με γάζα ή βαμβάκι, πωματισμόςβ) τυποποιημένη λωρίδα από απορροφητικά υλικά, όπως χαρτί, ύφασμα, ή ανάλογο φυσίγγιο για εισαγωγή στον κόλπο τών γυναικών κατά τη διάρκεια τής εμμηνόρροιας5. (σιδηρ.-τεχνολ.) ο συγκρουστήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tampon < φραγκ. tappo].
Dictionary of Greek. 2013.